φόρμιγξ

φόρμιγξ
φόρμιγξ (φόρμιγγος, -ιγγι, -ιγγα), -ιγξ, -ιγγες, -ίγγων, -ίγγεσσιν)
1 lyre

ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι πρεπόντως O. 3.8

ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων O. 9.13

χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1

οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκον-

ται P. 1.97

χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος P. 2.71

δαιδαλέαν φόρμιγγα βαστάζων P. 4.296

εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.5

ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

ἐν δὲ μέσαις φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24

ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

οἱ μὲν πάλαι φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2

κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. . . λιγυσφαράγων κλυτᾶν ἀυτά. Ἑκαβόλε, φορμίγγων fr. 140a. 61 (35).

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φόρμιγξ — lyre fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγξ — (Μουσ.). Αρχαίο μουσικό όργανο, που έμοιαζε με άρπα, το παλαιότερο είδος εγχόρδων μουσικών οργάνων των αρχαίων Ελλήνων. Φ. χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί. Από πολλούς θεωρείται είδος κιθάρας και από άλλους όργανο παραπλήσιο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Форминга — (Φόρμιγξ) древнейший струнный инструмент греческих певцов, типа лиры или кифары; нередко эти три наименования употребляются безразлично одно вместо другого. Во время игры Ф. держали с помощью перевязи, которая перекидывалась через плечо. Ф.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ФОРМИНГА —    • Φόρμιγξ,          см. Musica, Музыка, 9 …   Реальный словарь классических древностей

  • φορμίγγεσι — φόρμιγξ lyre fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίγγεσσι — φόρμιγξ lyre fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίγγεσσιν — φόρμιγξ lyre fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμίγγων — φόρμιγξ lyre fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγα — φόρμιγξ lyre fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγας — φόρμιγξ lyre fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγες — φόρμιγξ lyre fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”